αυτοσχεδιος

αυτοσχεδιος
    αὐτοσχέδιος
    αὐτο-σχέδιος
    2 и 3
    1) сделанный на скорую руку или сказанный экспромтом, т.е. без подготовки
    

(τριήρης Arst.; λόγοι Plut.)

    2) говорящий экспромтом
    

(περί τι Plut.)

    οὐκ εὖ πρὸς τὰ αὐτοσχέδια πεφυκώς Plut. — не умеющий импровизировать


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αυτοσχεδιος" в других словарях:

  • αὐτοσχέδιος — hand to hand masc nom sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοσχέδιος — αυτοσχέδιος, α, ο και αυτοσχεδίαστος, η, ο αυτός που έγινε χωρίς προηγούμενο σχέδιο, ο πρόχειρος: Η βόμβα ήταν αυτοσχέδια, γι αυτό και δεν έσκασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] …   Dictionary of Greek

  • αὐτοσχεδίως — αὐτοσχέδιος hand to hand adverbial αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc pl (doric) αὐτοσχέδιος hand to hand adverbial αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχέδιον — αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc sg αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίων — αὐτοσχέδιος hand to hand fem gen pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut gen pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίοις — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut dat pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίου — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut gen sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίους — αὐτοσχέδιος hand to hand masc acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδίῳ — αὐτοσχέδιος hand to hand masc/neut dat sg αὐτοσχέδιος hand to hand masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχέδια — αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl αὐτοσχέδιος hand to hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»